τέμπλο — το (λ. λατ.), το εικονοστάσι που χωρίζει το Άγιο Βήμα από τον κυρίως ναό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… … Dictionary of Greek
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Βυζαντινό και Χριστιανικό Αθηνών — Ιδρύθηκε το 1914 και στεγάζεται από το 1930 στη βίλα Ιλίσσια (Βασιλίσσης Σοφίας 22), που άρχισε να χτίζεται το 1840 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη για τη Γαλλίδα φιλελληνίδα Sοphie de Marbοis Lebrun, δούκισσα της Πλακεντίας (1785 1854) … Dictionary of Greek
Αγίων Αναργύρων, μονή — Ονομασία μοναστηριών. 1. Ανδρικό μοναστήρι στην Αρναία του νομού Χαλκιδικής. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αδραμερίου. 2. Γυναικείο μοναστήρι στον νομό Αργολίδος, στον δρόμο από το Κρανίδι προς την Ερμιόνη. Εξαρτάται από τη … Dictionary of Greek
Κοζάνης, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.562 τ. χλμ., 155.324 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας. Συνορεύει στα Α με τους νομούς Πιερίας, Ημαθίας και Πέλλης, στα Ν με τους νομούς Λαρίσης και Γρεβενών, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών και Καστοριάς και στα Β με… … Dictionary of Greek
Τιμίου Προδρόμου, μονή — Ονομασία με την οποία είναι γνωστά διάφορα μοναστήρια. 1. Γορτυνίας. Ανδρικό μοναστήρι του νομού Αρκαδίας, NA της Δημητσάνας, το οποίο εξαρτάται από τη Μητρόπολη Γόρτυνος και Μεγαλόπολης. Η ίδρυση του μοναστηριού ανάγεται στο 1167, ενώ άλλη… … Dictionary of Greek
Αγίου Γεωργίου, μονή — Ονομασία δεκαέξι μοναστηριών. 1. Ανδρικό μοναστήρι στην Εύβοια, γνωστό κυρίως με την ονομασία Αρμά (βλ. λ). 2. Ανδρικό μοναστήρι στον νομό Ρεθύμνης, γνωστό κυρίως ως μονή Αρσενίου. 3. Γυναικείο μοναστήρι στον νομό Ηρακλείου, γνωστό κυρίως ως… … Dictionary of Greek
Αγίων Αποστόλων, μονή — Ονομασία δύο μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι στον νομό Αχαΐας. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας. Δεν είναι γνωστός ο χρόνος της ίδρυσής του. Το καθολικό του έχει τοιχογραφίες του 1621, έργα του Δημητρίου Μόσχου. Το τέμπλο… … Dictionary of Greek